πρῆσμα — swelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρήσματα — πρῆσμα swelling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρήσματος — πρῆσμα swelling neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… … Dictionary of Greek
πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… … Dictionary of Greek
πρημαίνω — Α 1. (για τον άνεμο) φυσώ, πνέω ισχυρώς, σφοδρώς 2. (με αιτ.) εντείνω, επιτείνω («πρήμηνον ἀξίην φωνὴν σεωυτοῡ», Ηρώνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παράγεται από τους τ. πρῆσμα, πρησμονή (< πίμπρημι) χωρίς το δυσερμήνευτο σ τών τύπων αυτών] … Dictionary of Greek
πρημονώ — άω, Α πιθ. φουσκώνω από αγανάκτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παράγεται από τις λ. πρῆσμα, πρησμονή (< πίμπρημι), χωρίς το δυσερμήνευτο σ τών τύπων αυτών] … Dictionary of Greek
πρησμονή — ἡ, Μ πρήσμα, οίδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη τού πίμ πρη μι* «πυρπολώ, φουσκώνω» + επίθημα (σ)μονή με αναλογικό σ (< θ. σε μων), πρβλ. πλησ μονή, φλεγ μονή] … Dictionary of Greek